- μονεταριστής
- οοπαδός τού μονεταρισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. monetariste (βλ. μονεταρισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονεταριστικός — ή, ό [μονεταριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονεταρισμό ή στον μονεταριστή … Dictionary of Greek